(…και μόλις μου έδωσε το κείμενο του ο προηγούμενος φίλος και άλλαξε μεριά στο μπαρ,γιατί όπως πάντα τον ”διώχνω” απ΄τη θέση στην οποία κάθεται , έπιασα κουβέντα με το Νίκο. Ο Νίκος έχοντας ακούσει την κουβέντα που έκανα πριν με ρωτάει : ”Τι είδους blog είναι δηλαδή αυτό που έχεις;” ”Τα πάντα , όλα!” του απάντησα.
-”Δηλαδή αν σου φέρω κάτι που έγραψα , θα το βάλεις κι αυτό εκεί;”
-”Ναι,αν το θες!”
-”Ναι,αν σ’αρέσει αυτό που θα διαβάσεις…περίμενε , μη φύγεις , πάω να σ’ το φέρω!”
Μετά από λίγο, να ο Νίκος, με ένα σάντουιτς στο ένα χέρι κι ένα χαρτί στο άλλο…”Διάβασε το τώρα όμως ε;”
Το διάβασα κατευθείαν.)
—
Κατέβηκε την σκάλα αφήνοντας πίσω του την πόρτα να κλείσει.Ήταν μια θαυμάσια βραδιά να βγει κάποιος μόνος του. Αρκετό κρύο και υγρασία μαζί.. Κάτι στάλες βροχής έπεφταν δεξιά κι αριστερά . Αν βρέξει θα γλυκάνει ο καιρός σκέφτηκε. Έπαιξε με τα χνώτα του , άναψε τσιγάρο και συνέχισε σκεφτικός. 5 ευρώ όλα κι όλα στην τσέπη του. Πώς θα την βγάλουμε και σήμερα μονολόγησε. Είχε τραβήξει ρότα για το ρεμπετάδικο που σύχναζε αυτός και η παρέα του. Παρέα του; είχε αρκετούς γνωστούς και δεν καθόταν μόνος του όπως παλιά. Όλα και κάποιον έβρισκε να κάτσει μαζί του και να τα πει. Φίλοι; Υπάρχουν και φίλοι αλλά και αυτοί είναι απορροφημένοι από τα δικά τους θέματα και προβλήματα . Έσμιγαν συνήθως όταν κάποιος δεν ήταν καλά και έβγαινε για πιώμα. Τι συνήθεια κι αυτή παλιά. Να βγαίνει και να πίνει μόνος του , απρόσιτος , αμίλητος έως αντικοινωνικός. Την έβρισκε άραγε με τον εαυτό του; Ή ήταν αυτή η εσωτερική πάλη που του στερούσε την κοινωνικότητα που είχε τόσο ανάγκη αλλά και άργησε τόσο να καταλάβει και να παραδεχτεί;
Έφτασε στο μαγαζί. Άνοιξε την πόρτα και χαμογέλασε καθώς μπήκε σε δύο γνωστούς. Κοίταξε στο βάθος και είδε αυτό που σκεφτόταν καθώς περπατούσε να βρει. Ήταν η μικρή. Πανέμορφη , με τα μαύρα της μάτια , τα κατσαρά μαύρα μαλλιά. Σαν τραγούδι του Βαμβακάρη. Αμέσως τον έπιασε εκείνη η γλυκιά ταραχή των ερωτευμένων. Πλησίασε. Χαιρόταν πολύ όταν την έβλεπε. Αλλά του είχε κολλήσει υποσυνείδητα και ανασταλτικά ο μικρός αριθμός της ηλικίας της. 22 , εκείνος 36 , σκατά!
Τι κάνετε κοριτσάρες και τις φίλησε , αναδύοντας απ΄τα βάθη του μια λάμψη αυτοπεποίθησης. Είχε αυτοπεποίθηση αλλά το είχε ξεχάσει για αρκετό καιρό. Καθόταν μαζί με τη φίλη της. Μικρή ηλικία , δίψα για ζωή , όνειρα. Αυτός σχεδόν παραιτημένος αλλά με μια μικρή αχτίδα φωτός μέσα του ότι όλα θα πάνε καλά. Καλά είμαστε , εσύ; του είπαν με χαρά , κάθισε. Τους άρεσε η παρέα του , είχε χιούμορ , ζεστασιά , το πρόσωπό του ώρες-ώρες γινόταν γλυκύτατο. Και του φίλου μας επίσης. Έπαιρνε τη χαρά της ζωής , την ανεμελιά , όταν συναναστρέφονταν με μικρότερα κορίτσια.
Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και χαμογέλασε. Ρε τι έγινε πάνω χθες στην Αθήνα του είπαν και οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα μ΄ένα συναίσθημα αγωνίας και φόβου μαζί. Τί έγινε; Χαμός!! Ο κόσμος αντιστέκεται. Ήταν χθες η ψηφοφορία στη βουλή των για μια ακόμα φορά νέων μέτρων και η κοινωνία εξεγέρθηκε. Ξέρεις τι είναι να σου παίρνουν το σπίτι , να σου κόβουν το ρεύμα , να σε διώχνουν απ΄την δουλειά σου , να δουλεύεις τσάμπα και να μη μιλάς; Έως εδώ πια: Ναι αλλά τα έσπασαν και τα έκαψαν όλα , του είπε η μικρή , έτσι θα βρουν το δίκιο τους; Καρδούλα μου , μας έχουν γαμήσει τη ζωή και αυτοί λένε ότι κάνουν μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει μείνει παιδεία , υγεία , εργασία (για όσους είναι σύμφωνοι μ΄αυτό) , τίποτα. Και να σου πω και κάτι , τι κάψανε ; Τις τράπεζες που είναι νόμιμοι κλέφτες , που σου παίρνουν το σπίτι και όταν δεν πάνε καλά , για να τις ανακεφαλαιοποιήσουν κόβουν λεφτά από τον μισθό ή την σύνταξη του κοσμάκη; Τις μεγάλες πολυεθνικές που είναι όλη μέρα κάθε μέρα ανοιχτές και πληρώνουν με μισθούς πείνας πιέζοντας τις μικρές επιχειρήσεις στο κλείσιμο; Ε, τότε καλά έκαναν. Ναι αλλά αυτό δεν είναι λύση είπε η φίλη της. Δεν υπάρχει άλλη λύση την διέκοψε κοφτά , εκτός κι αν ξεσηκωθούν όλοι οι έλληνες. Δεν δεχόταν κουβέντα , είχε κατέβει σε πολλές διαδηλώσεις και ήταν δυναμικό στοιχείο. Μόνη λύση η αντίσταση πίστευε . Αυτή ήταν μικρό κορίτσι , δεν είχε μπει καλά καλά στο στίβο της ζωής. Κρασάκι , καλοπέραση και λεφτά απ’ τον μπαμπά. Ρώτα και το μπαμπά όμως.
ήρθε η σερβιτόρα και παρήγγειλε ένα τσίπουρο. Τώρα τελευταία του άρεσε πολύ. Μπορούσε να πιει πέντε -έξι και μετά να το γυρίσει σε μπύρα. Δεν μέθαγε εύκολα και όταν συνέβαινε αυτό δεν του φαινόταν κιόλας. Είχε εξασκηθεί τόσα χρόνια να μην εκδηλώνει τα συναισθήματά του. Κακό βέβαια για τον ίδιο , αλλά τουλάχιστον το κατάλαβε έστω και αργά.Το διάβασες αυτό που σου έστειλα,ρώτησε τη μικρή.Της είχε γράψει ένα κειμενάκι που της έλεγε καθαρά πως του άρεσε πολύ.Το κείμενο έβγαζε πολύ συναίσθημα.Αυτός κορόιδευε τον εαυτό του ότι ήταν απλά τρόπος γραφής.Ναι,το διάβασα του απάντησε,πολύ καλό.Δεν είχα καταλάβει τίποτα τόσο καιρό.Με έφερες λίγο σε δύσκολη θέση.Δε χρειάζεται ,της είπε.Εγώ χάρηκα που το έβγαλα από μέσα μου και κατάφερα να εκφράσω τα συναισθήματά μου.Ειλικρινά χάρηκα με τον εαυτό μου.Το θέμα τώρα είναι πως θα το διαχειριστώ με σένα που μου βάζεις στοπ τόσο καιρό.Γέλασε.Γέλασε κι εκείνη. Αφού σου έχω πει δεν σε βλέπω έτσι , τι να κάνω; Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα της πρότεινε. Το σημαντικότερο είναι ότι κατάφερα να εκφράσω τα συναισθήματά μου.Αυτό μετράει για ΄μένα . Ήπιε το τσίπουρο , χαιρέτησε ευγενικά και σηκώθηκε. Πήγε στο μπαρ.Αφού δεν με θέλει δεν χρειάζεται να κάνουμε παρέα κιόλας. Δεν πειράζει, σκέφτηκε ,όλα θα πάνε καλά. Παρήγγειλε άλλο ένα , κάθισε στο σκαμπό και άναψε τσιγάρο καθώς βυθιζόταν στις σκέψεις του. Χάθηκε ο κόσμος να είναι λίγο πιο μεγάλη , πιο ώριμη , πιο συνειδητοποιημένη
Δίπλα του καθόταν ένας μεθυσμένος , τον ήξερε…